- πληθόχωρος
- πληθό-χωρος, ον,A containing much, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληθόχωρος — ον, Μ ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + χῶρος (πρβλ. στενό χωρος)] … Dictionary of Greek
πληθόχωρον — πληθόχωρος containing much masc/fem acc sg πληθόχωρος containing much neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek